ὀμολγός

ὀμολγός
ὀμολγός, ,
A = ζόφος, Blaes.4 (ὁμολογῷ cod. Hsch.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ομολγός — ὀμολγός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ζόφος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. με φωνήεν ο (πιθ. αιολικό) συνδέεται με τη λ. ἀμολγός* «σκοτάδι, καρδιά τής νύχτας»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”